- αψιδοειδής
- ης, ες сводчатый, похожий на арку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αψιδοεϊδής — ές (AM ἀψιδοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα αψίδας … Dictionary of Greek
αψιδοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα αψίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁψιδοειδῆ — ἁψιδοειδής arched neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἁψιδοειδής arched masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἁψιδοειδής arched masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁψιδοειδεῖ — ἁψιδοειδής arched masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἁψιδοειδής arched masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁψιδοειδεῖς — ἁψιδοειδής arched masc/fem acc pl ἁψιδοειδής arched masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek